κροκηρός

English (LSJ)

ά, όν, made with saffron, φάρμακον Gal.13.182, Paul.Aeg.6.8.

Greek Monolingual

κροκηρός, -ά, -όν (Α)
ο παρασκευασμένος από το φυτό κρόκος («κροκηρὸν φάρμακον», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα -ηρός (πρβλ. οινηρός, οκνηρός)].