οινηρός
Greek Monolingual
οἰνηρός, -ά, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οίνο («οἰνηρὸς θεράπων» — ο υπηρέτης του οίνου, ο κεραστής οίνου, Ανακρ.)
2. οινώδης («οἰνηρὰ ὑγρότης», Αριστοτ.)
3. (για επίδεσμο) εμβαπτισμένος σε οίνο, μουσκεμένος με κρασί
4. (για θεραπευτική μέθοδο) αυτή που γίνεται με επιθέματα εμβαπτισμένα στον οίνο («οἰνηρὴ ἰητρείη», Ιπποκρ.)
5. γεμάτος κρασί, αυτός που περιέχει κρασί (α. «οἰνηραὶ φιάλαι» — πλατιά ποτήρια κρασιού, Πίνδ.
β. «κεράμιον οἰνηρόν», Ηρόδ.)
6. (για μέτρο) αυτός που χρησιμεύει για τη μέτρηση του οίνου («οὐ γὰρ πανταχοῦ ἴσα τὰ οἰνηρὰ καὶ σιτηρὰ μέτρα», Αριστοτ.)
7. (για χώρα) αυτός που παράγει οίνο, οινοπαραγωγός («Χίος οἰνηρά», Καλλ.)
8. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰνηρά
φόρος για τον οίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. λαχανηρός)].