κροκοδιλόβρωτος
English (LSJ)
κροκοδιλόβρωτον, = κροκοδιλόδηκτος (bitten by a crocodile), Aët. 13.6 tit.
Greek Monolingual
κροκοδιλόβρωτος, -ον (Α)
κροκοδιλόδηκτος·.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + βρωτός (< βιβρώσκω «τρώγω»), πρβλ. θηρόβρωτος, κεφαλόβρωτος].