κροκύφαντος

English (LSJ)

[ῠ], ον, (κρόκη, ὑφαίνω) woven: as substantive, Glossaria on κεκρύφαλος, Erot., Eust.1280.59: metaph., network of the human body, in contempt, M.Ant.2.2.

German (Pape)

[Seite 1512] gewebt, erst Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κροκύφαντος: -ον, ὁ, ὁ διὰ κρόκης ὑφαινόμενος, ὡς οὐσ. = κεκρύφαλος, Γαλην. 14. 472, Μ. Ἀντων. 2. 2.

Greek Monolingual

κροκύφαντος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει υφανθεί με κρόκη
2. το αρσ. ως ουσ.κροκύφαντος
ο κεκρύφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκη (Ι) + ὑφαντός (< ὑφαίνω)].