κρονοθήκη

Greek Monolingual

κρονοθήκη, ἡ (Α)
δοχείο παλιών ανοησιών, κουτάκι με βλακείες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος μτφ. «μωρός, ανόητος» + θήκη.