κρυοπαγώ

Greek Monolingual

-έω
(για μέλη του σώματος) παθαίνω κρυοπαγήματα, νεκρώνομαι από ψύξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύο + -παγώ (< -πάγος < πήγνυμι)].