ψύξη

From LSJ

Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn

Menander, Monostichoi, 232

Greek Monolingual

η / ψύξις, -εως, ΝΜΑ ψύχω (II)]
1. πρόκληση ή παραγωγή ψύχους
2. καταβιβασμός της θερμοκρασίας του σώματος ή μέρους του και η συνεπαγόμενη κακή λειτουργία του οργανισμού, κρύωμα, πάγωμα
νεοελλ.
τεχνολ. α) η με τεχνητά μέσα ανάπτυξη θερμοκρασιών κατώτερων από τις επικρατούσες στον περιβάλλοντα χώρο και η χρησιμοποίησή τους για διάφορες εφαρμογές
β) (σχετικά με αυτοκίνητο) μερική αφαίρεση της θερμότητας που παράγεται στον κινητήρα, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την εύρυθμη λειτουργία του
γ) (κατ' επέκτ.) το σύνολο τών διατάξεων που χρησιμοποιούνται για τον σκοπό αυτό
μσν.-αρχ.
μέσο πρόκλησης ψύχους
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «πνοή»
2. μτφ. δυσχέρεια, δυσκολία.