κρυσταλλουργός

Greek Monolingual

ο
ο ειδικός στην κατεργασία τών φυσικών κρυστάλλων ή στην κατασκευή τών τεχνητών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλο + -ουργός (< ἔργον)].