κρυσταλλόστερνος
Greek (Liddell-Scott)
κρυσταλλόστερνος: -ον, ὁ ἔχων στέρνα, στήθη ὡς τὸ κρύσταλλον, λαμπρὰ στήθη, ἐπὶ γυναικός, μῦθος δοκεῖ μοι νέκταρ ἡ θεῶν πόσις, πρὸς σὸν γλυκασμόν, κρυσταλλόστερνε ξένη Νικήτ. Εὐγέν. 4, 120.
Greek Monolingual
κρυσταλλόστερνος, -ον (Μ)
(για γυναίκα) αυτή που έχει στήθη σαν το κρύσταλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. κρύσταλλον + στέρνον.