κρυφανδόν

English (LSJ)

(-άνδων cod.), = κρυφηδόν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1516] = κρύφα, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κρυφανδόν: «κρυφίως» Ἡσύχ., ἴδε κρυφηδόν.

Greek Monolingual

κρυφανδόν (Α)
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «κρυφηδόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύφα, με πιθ. αναλογική επίδραση του επιθέτου αναφανδόν].