κρυφοδαγκάνω

Greek Monolingual

και κρυφοδαγκώνω
1. (για σκύλο) δαγκώνω κρυφά και ξαφνικά, χωρίς προειδοποιητικά γαβγίσματα
2. (μτφ., για πρόσ.) βλάπτω κάποιον ύπουλα ή τον θίγω με προσβλητικούς υπαινιγμούς.