Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κρυφοδαγκάνω
Greek Monolingual
και κρυφοδαγκώνω 1. (για σκύλο) δαγκώνωκρυφά και ξαφνικά, χωρίς προειδοποιητικά γαβγίσματα 2. (μτφ., για πρόσ.) βλάπτω κάποιον ύπουλα ή τον θίγω με προσβλητικούς υπαινιγμούς.