θίγω
Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen
Greek Monolingual
(ΑΜ θιγγάνω)
1. αγγίζω, ακουμπώ, άπτομαι, ψαύω
2. πλησιάζω, προσεγγίζω
3. ανακινώ κάποιο ζήτημα, κάνω λόγο για κάτι, αναφέρω κάτι («στο λόγο του έθιξε πολλά ζητήματα»)
1. νεοελλ. μτφ. πειράζω, προσβάλλω («με τα λόγια του τον έθιξε κατάκαρδα»)
2. δοκιμάζω, γεύομαι («το παιδί δεν έθιξε καν το φαγητό του»)
αρχ.
1. κρατώ, πιάνω με το χέρι
2. αγκαλιάζομαι, περιπτύσσομαι («θιγγάνειν τέκνου», Ευρ.)
3. επιχειρώ
4. (με εχθρική σημ.) προσβάλλω, επιτίθεμαι, συλλαμβάνω («θιγγάνειν θηρός», Ευρ.)
5. (για τον νου) αντιλαμβάνομαι («νους θιγγάνων», Αριστοτ.)
6. βρίσκω («θιγγάνειν ἡσυχία», Πίνδ.)
7. παίρνω μέρος σε κάτι («θίγον πλείστων αγώνων», Πίνδ.)
8. κτυπώ, πλήττω κάποιον
9. συνευρίσκομαι («θιγγάνειν γυναικός» — συνευρίσκομαι με γυναίκα, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν ο ενεστ. θιγ-γ-άνω με έρρινο ένθημα (ν > γ) και κατάλ. -άνω συνδεθεί με τα λατ. fingō «διαπλάθω, διαμορφώνω», αρμ. diz-amen «στοιβάζω, (συσ)σωρεύω», τότε θα υπήρχε αρχικά στο θέμα -χ- (< ΙE -gh-) το οποίο μετατράπηκε σε ηχηρό -γ- μετά από έρρινο (πρβλ. θάμβος) και απαντά στον αόρ. θιγεῖν. Παράλληλα προς το θιγγάνω μαρτυρείται στην Αρχαία Ινδική αθέματος πρωταρχικός ενεστ. dehmi «αλείφω, χρωματίζω» < dheigh- «διαπλάθω, διαμορφώνω» με γ' πληθ. πρτ. adihan (πρβλ. και γοτθ. δοτ. digandin=πλάσαντι). Το θιγγάνω, από τον αόρ. του οποίου ἐ-θιγ-ον προήλθε υποχωρητικά ο ενεστ. θίγω, εμφανίζει σημασιολογική συνάφεια με τα άπτομαι, εγγίζω, ψαύω, ψηλαφώ.
ΠΑΡ. αρχ. θίγμα, θίξις.
Russian (Dvoretsky)
θίγω: (только part. praes. f θίγοισα, v. l. θιγοῖσα) Pind. = θιγγάνω.