Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κρυφτό
Greek Monolingual
το είδος παιδικού παιχνιδιού κατά το οποίο ένας από τους συμπαίκτες προσπαθεί να βρει τους άλλους που κρύβονται. [ΕΤΥΜΟΛ.<κρυφτός+ κατάλ. -ούλι (πρβλ. φασούλι, χερούλι)].