κρωμακόεις

German (Pape)

[Seite 1517] εσσα, εν, felsig, rauh, Hesych. S. κλωμακόεις.

Greek Monolingual

κρωμακόεις, -εσσα, -εν (Α)
πετρώδης, κρημνώδης, τραχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρῶμαξ, -ακος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερόεις, πετρόεις)].