Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
-εσσα, -εν (AM ἀστερόεις, -εσσα, -εν) αστήρ
1. ο γεμάτος αστέρια (η αστερόεσσα
η σημαία των ΗΠΑ)
2. αυτός που λάμπει σαν αστέρι.