κρόνιππος, ὁ (Α)μτφ. (ως υβριστικό) παλιάλογο («σὺ δ' εἶ κρόνιππος», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος μτφ. «ανόητος, μωρός» + ἵππος.
κρόνιππος -ου, ὁ [κρόνιος, ἵππος] oud paard.