παλιάλογο

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source

Greek Monolingual

το
1. γέρικο άλογο
2. ατίθασο, δύστροπο άλογο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + άλογο].