ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
το1. γέρικο άλογο2. ατίθασο, δύστροπο άλογο.[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + άλογο].