Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κτηνοτροφή
Greek Monolingual
η συν. στον πληθ.οι κτηνοτροφές φυσικές ή τεχνητές τροφές που παρασκευάζονται με κατάλληλες προσμίξεις και συνθέσεις ώστε να εξασφαλίζουν όλα τα απαραίτητα στοιχεία για τη διατροφή τών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ.<κτῆνος+τροφή.