κυαμίζω

English (LSJ)

to be ripe for marriage (cf. κύαμος III), Ar.Fr.582.

German (Pape)

[Seite 1521] mannbar werden, vom Mädchen, Ar. frg. 500. S. κύαμος u. κυάμιστος.

Russian (Dvoretsky)

κυᾰμίζω: κύαμος 3] (о девушках) достигать зрелости, созревать Arph.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰμίζω: εἶμαι ἐν ἡλικίᾳ γάμου (πρβλ. κύαμος v), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 500.

Greek Monolingual

κυαμίζω (Α) κύαμος
(για κορίτσια) βρίσκομαι σε ηλικία γάμου, ενηλικιώνομαι.