ενηλικιώνομαι
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
και ενηλικιούμαι (-όομαι)
1. γίνομαι ενήλικος
2. (νομ.) αποκτώ τη νόμιμη ηλικία της αυτεξουσιότητας και χειραφεσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενήλικος με επίδραση του ηλικία. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Ἀγγέλου Βλάχου].