κυανοπλόκαμος

English (LSJ)

κυανοπλόκαμον, dark-haired, B.5.33, al., Q.S.5.345.

German (Pape)

[Seite 1521] dunkel gelockt, Nymphen, Qu. Sm. 5, 345.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνοπλόκαμος: -ον, ἔχων μέλανας πλοκάμους, μέλαιναν κόμην, Κόϊντ. Σμ. 5. 345.

Greek Monolingual

κυανοπλόκαμος, -ον (Α)
(για τις Νύμφες ή για τη Θέτιδα) αυτή που έχει μαύρα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πλόκαμος «βόστρυχος» (πρβλ. ιοπλόκαμος, σταχυοπλόκαμος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυανοπλόκαμος -ον [κύανος, πλόκαμος] met donkere lokken.