σταχυοπλόκαμος

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰχῠοπλόκᾰμος Medium diacritics: σταχυοπλόκαμος Low diacritics: σταχυοπλόκαμος Capitals: ΣΤΑΧΥΟΠΛΟΚΑΜΟΣ
Transliteration A: stachyoplókamos Transliteration B: stachyoplokamos Transliteration C: stachyoplokamos Beta Code: staxuoplo/kamos

English (LSJ)

σταχυοπλόκαμον, wreathed with ears of corn, Orph.L.242.

German (Pape)

[Seite 931] ährenlockig, oder mit einem Aehrenkranz in den Locken, Δημήτηρ Orph. lith. 4, 1.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰχυοπλόκᾰμος: -ον, ὁ ἔχων πλοκάμους ἐκ σταχύων, Ὀρφ. Λιθ. 240.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τα μαλλιά του στεφανωμένα με στάχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + πλόκαμος.