κυβιάριον
English (LSJ)
τό, crate of salt fish, POxy.1657.9 (iii B.C.).
Greek Monolingual
κυβιάριον, τὸ (Α) κύβιον
καλάθι ή βαρέλι για παστωμένα ψάρια.
τό, crate of salt fish, POxy.1657.9 (iii B.C.).
κυβιάριον, τὸ (Α) κύβιον
καλάθι ή βαρέλι για παστωμένα ψάρια.