κύβιον
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
English (LSJ)
[ῠ], τό, flesh of the πηλαμύς salted in κύβοι, Hices. ap. Ath. 3.118b, Posidipp.16, cf. Gal.12.893: pl., PCair.Zen.66.11 (iii B.C.), PSI5.535.37 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1523] τό, der Fisch πηλαμύς in einem gewissen Alter, Ath. III, 118 b, vgl. κυβείας. Auch in viereckigen Stücken eingesalzenes Fleisch, Poll. 6, 48.
Greek (Liddell-Scott)
κύβιον: ῠ, τό, ― Κατὰ Κοραῆν (ἐν σημ. εἰς Ξενοκρ. σ. 162) «κύβια δ’ ἐκαλοῦντο τῶν ταριχηρῶν πηλαμύδων τὰ τεμάχη, ἀπὸ τοῦ σχήματος δῆλον ὅτι ἐμφεροῦς ὄντος τοῖς κύβοις· καὶ ἐοίκασι ταὐτὰ εἶναι τοῖς ὑπ’ Εὐθυδήμου (παρ’ Ἀθηναίῳ) καλουμένοις τετραγώνοις», ἴδε Ἱκέσιον καὶ Ποσείδιππον παρ’ Ἀθην. 118Β, πρὸς δὲ Πολυδ. Ϛ΄, 48, καὶ πρβλ. τὴν λ. κυβείας.