κυκνογενής

Greek (Liddell-Scott)

κυκνογενής: -ές, ἐπὶ τῆς Ἑλένης, ἡ γεννηθεῖσα ἐκ πατρὸς κύκνου, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 24.

Greek Monolingual

κυκνογενής, -ές (Μ)
(επίθ. της Ελένης) αυτός που είναι γεννημένος από κύκνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + -γενής (< γένος), πρβλ. ευγενής, πυριγενής].

German (Pape)

ές, vom Schwan erzeugt, Helena, Sp.