κυλινδήθρα

English (LSJ)

ἡ, = ἀλινδήθρα (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

κῠλινδήθρα: ἡ, = ἀλινδήθρα, ὃ ἴδε, πρβλ. ἐξαλίω.

Greek Monolingual

κυλινδήθρα, ἡ (Α)
τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα, αλινδήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυλίνδω, κατά το συνώνυμο αλινδήθρα (< ἀλίνδω «κυλώ»)].

Greek Monotonic

κῠλινδήθρα: ἡ = ἀλινδήθρα, βλ. αυτ.

Middle Liddell

κῠλινδήθρα, ἡ, = ἀλινδήθρα, q.v.]

German (Pape)

ἡ, wie καλινδήθρα, Wälzplatz für Pferde (?).