κυματοβόλος
English (LSJ)
κυματοβόλον, (βάλλω) throwing up waves, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1530] Wellen werfend, schlagend.
Greek (Liddell-Scott)
κῡμᾰτοβόλος: -ον, (βάλλω) ἀναρρίπτων κύματα, Γλωσσ.
Greek Monolingual
κυματοβόλος, -ον (Α)
αυτός που ρίχνει κύματα, που ξεσπά κύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκοβόλος, σφαιροβόλος.