σφαιροβόλος

Greek Monolingual

ο, η, Ν
1. αθλητής που μετέχει στο αγώνισμα της σφαιροβολίας
2. (το αρσ.) (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων που ανήκει στην τάξη νιδουλαριώδη της κλάσης γαστερομύκητες και περιλαμβάνει κοσμοπολίτικα σαπροφυτικά είδη τα οποία χαρακτηρίζονται από τη σε μεγάλη απόσταση εκτόξευση του σφαιρικού γόνιμου τμήματος του καρποφόρου που περιέχει τα σπόρια κατά τρόπο ο οποίος θυμίζει τη ρίψη σφαίρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαίρα + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυροβόλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Α. Βαμπά. Η λ. με την επιστημονική της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. sphaerobolus].