κυματόπλαστος
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που πλάστηκε από κύματα, ο δημιουργημένος από τα κύματα («και αρματωμένος τρέχω σε κυματόπλαστο άλογο», Παλαμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. πηλόπλαστος, πρωτόπλαστος].
-η, -ο
αυτός που πλάστηκε από κύματα, ο δημιουργημένος από τα κύματα («και αρματωμένος τρέχω σε κυματόπλαστο άλογο», Παλαμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. πηλόπλαστος, πρωτόπλαστος].