κυματότροφος

Greek Monolingual

κυματότροφος, -ον (Α)
αυτός που τρέφεται από τα κύματα της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. ασπιδότροφος, γλαγότροφος. Βλ. και κυματοτρόφος].

Russian (Dvoretsky)

κῡμᾰτότροφος: питающийся морской добычей (Eur. - v. l. κυματοφθόρος).

German (Pape)

[ῡ], in den Wellen, im Meere ernährt, Conj. für κυματοφθόρος.