γλαγότροφος

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλᾰγότροφος Medium diacritics: γλαγότροφος Low diacritics: γλαγότροφος Capitals: ΓΛΑΓΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: glagótrophos Transliteration B: glagotrophos Transliteration C: glagotrofos Beta Code: glago/trofos

English (LSJ)

γλαγότροφον, milk-fed, Lyc.1260.

Spanish (DGE)

(γλᾰγότροφος) -ον nutrido con leche τέκνα Lyc.1260.

Greek (Liddell-Scott)

γλαγότροφος: -ον, ὁ διὰ γάλακτος τραφείς, Λυκόφρ. 1260.

Greek Monolingual

γλαγότροφος, -ον (Α)
αυτός που έχει τραφεί με γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλάγος + -τροφος < τρέφω.

German (Pape)

mit Milch genährt, Lycophr. 1260.