κυμβαλιστής

English (LSJ)

κυμβαλιστοῦ, ὁ, cymbal player, player upon cymbals, D.C.50.27.

Greek (Liddell-Scott)

κυμβᾰλιστής: -οῦ, ὁ, ὁ κρούων τὰ κύμβαλα, Δίων Κ. 50. 27.

Greek Monolingual

ο, θηλ. κυμβαλίστριακυμβαλιστής, θηλ. κυμβαλίστρια) κυμβαλίζω
αυτός που κρούει κύμβαλο, παίκτης κυμβάλου.

German (Pape)

ὁ, der Zymbelschläger, -spieler, DC. 50.27.