κυμβαλίζω
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
play the cymbals, Men.326, LXX Ne.12.27, Arr.Ind. 7.8, Chor.in Rev.Phil.1.10.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐκυμβάλισα;
jouer des cymbales.
Étymologie: κύμβαλον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυμβαλίζω [κύμβαλον] op cimbalen spelen.
German (Pape)
die Zymbel schlagen, spielen, Luc. Calumn. 16 und Sp.
Russian (Dvoretsky)
κυμβᾰλίζω: бить в кимвалы Men., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
κυμβᾰλίζω: κρούω τὰ κύμβαλα, Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 5.
Greek Monolingual
(Α κυμβαλίζω) κύμβαλο
κρούω, παίζω το κύμβαλο («και ἐν ᾠδαῖς κυμβαλίζοντες», ΠΔ).