κυμβαλίστρια
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
ἡ, fem. of κυμβαλιστής, female cymbal player, Lat. cymbalistria, Petron. 22.
Greek (Liddell-Scott)
κυμβᾰλίστρια: ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ προηγ., cympalistria, Πετρών. 22.
Greek Monolingual
η (Α κυμβαλίστρια)
βλ. κυμβαλιστής.
German (Pape)
ἡ, fem. zu κυμβαλιστής, Petron.