κυμινοθήκη

English (LSJ)

ἡ, = κυμινοδόκον.

Greek Monolingual

κυμινοθήκη, ἡ (Α)
κυμινοδόχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + θήκη.

German (Pape)

[ῑ], ἡ, = κυμινοδόχη, Poll. 10.93.