κυμινοδόχη

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυμινοδόχη Medium diacritics: κυμινοδόχη Low diacritics: κυμινοδόχη Capitals: ΚΥΜΙΝΟΔΟΧΗ
Transliteration A: kyminodóchē Transliteration B: kyminodochē Transliteration C: kyminodochi Beta Code: kuminodo/xh

English (LSJ)

ἡ, = κυμινοδόκον.

Greek Monolingual

κυμινοδόχη, ἡ (Α)
κυμινοδόκον, θήκη για κύμινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + -δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνοδόχη, κυσοδόχη].

German (Pape)

[ῑ], ἡ, Kümmelbehältnis, Kümmelbüchse, unter den auf den Tisch gesetzten Gefäßen aufgeführt bei Poll. 10.93.