κυμινοδόκον
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
τό, box for cummin, spice-box, placed on the table like a salt-cellar, Nicoch.2:—also κυμινοδόκη, ἡ, Apollod.Gel.2; κῠμῑνο-δόχη, ἡ, Poll.10.93; κυμινοθήκη, ἡ, Demioprat.ibid.
Greek (Liddell-Scott)
κῠμῑνοδόκον: τό, δοχεῖον κυμίνου τιθέμενον ἐπὶ τῆς τραπέζης ὡς σήμερον τὸ ἁλατοδοχεῖον, Νικοχάρης ἐν «Γαλατείᾳ» 1· ὡσαύτως κυμινοδόκη, ἡ, Ἀπολλόδ. ἐν «Γραμματειδιοποιῷ» 1· ― θήκη, ἡ, Πολυδ. Ι΄, 93.
Greek Monolingual
κυμινοδόκον, τὸ (Α)
δοχείο που περιείχε κύμινο και τοποθετούνταν στο τραπέζι όπως η αλατιέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + -δόκον (< δέχομαι), πρβλ. μελανοδόκον].
German (Pape)
[ῑ], τό, = κυμινοδόχη, Nicochar. bei Poll. 10.93.