κυμινοκίμβιξ

English (LSJ)

ῑκος, ὁ, skinflint (cf. κυμινοπρίστης), Com.Adesp.1055.

Greek (Liddell-Scott)

κῠμῑνοκίμβιξ: -ικος, ὁ, φιλάργυρος, «σμικρολόγος» Εὐστ. 1828, 10, ἴδε κυμινοπρίστης.

Greek Monolingual

κυμινοκίμβιξ, -ικος, ὁ (Α)
φιλάργυρος, τσιγγούνης, σπαγγοραμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + κίμβιξ «τσιγγούνης»].

German (Pape)

[μῑ], ικος, ὁ, Kümmelknicker, vgl. κυμινοπρίστης, Eust. 1828.10 erkl. σμικρολόγος.