κυμινοπρίστης

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠμῑνοπρίστης Medium diacritics: κυμινοπρίστης Low diacritics: κυμινοπρίστης Capitals: ΚΥΜΙΝΟΠΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: kyminoprístēs Transliteration B: kyminopristēs Transliteration C: kyminopristis Beta Code: kuminopri/sths

English (LSJ)

κυμινοπρίστου, ὁ, (πρίω) cummin-splitter, i.e. skinflint, Arist.EN1121b27, Posidipp.26.12: as adjective, κ. ὁ τρόπος ἐστί σον Alex. 251.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 qui scie un grain de cumin, càd ladre, avare;
2 qui consiste à scier un grain de cumin, càd qui est le fait d'un avare.
Étymologie: κύμινον, πρίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυμινοπρίστης -ου, ὁ [κύμινον, πρίω] komijnsnijder (d.w.z. vrek).

German (Pape)

[μῑ], ὁ, Kümmelspalter, d.i. ein schmutziger Geizhals, der nicht einmal die Kümmelkörner tanz auf den Tisch kommen läßt, Filz, Knicker; Arist. Eth. 4.1 sagt ὠνόμασται ἀπὸ τῆς ὑπερβολῆς τοῦ μηδενὶ ἂν δοῦναι, vgl. Posidipp. bei Ath. IX.877a und Schol. Theocr. 10.55. – Adj., κυμινοπρίστηςτρόπος ἐστὶ σοῦ πάλαι Alexis bei Ath. VIII.365c.

Russian (Dvoretsky)

κῠμῑνοπρίστης: ου ὁ разрезающий (даже) зернышко тмина, т. е. скупой, скряга Arst.

Greek Monolingual

κυμινοπρίστης, ὁ (Α)
1. αυτός που από φιλαργυρία πριονίζει, τεμαχίζει το κύμινο
2. μτφ. (και ως επίθ.) φιλάργυρος, τσιγγούνης, σπαγγοραμμένοςκυμινοπρίστηςτρόπος ἐστί σου πάλαι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + πρίστης (< πρίω «πριονίζω»)].

Greek Monotonic

κῠμῑνοπρίστης: -ου, ὁ (πρίω), αυτός που διασπά το κύμινο, δηλ. φειδωλός, τσιγγουνής, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

κῠμῑνοπρίστης: -ου, ὁ, (πρίω) ὁ καταπρίων, πριονίζων τὸ κύμινον, δηλ. ἄνθρωπος εἰς ἄκρον φειδωλός, Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 12, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 39· ― ὡς ἐπίθ., κυμινοπρίστηςτρόπος ἐστί σου πάλαι Ἄλεξ. ἐν «Φιλοκάλῳ» 1· πρβλ. Θεόκρ. 10. 55· ― ὁ Εὐστ. μνημονεύει καὶ κυμινοκίμβιξ, ικος, ὁ, ἔκ τινος Κωμ. ποιητοῦ, 1828, 10, ἴδε Miller Mélanges σ. 424.

Middle Liddell

κῠμῑνο-πρίστης, ου, πρίω
a cummin-splitter, i. e. a skinflint, niggard, Arist.