κυνέα
English (LSJ)
ἡ, = λινόζωστις ἀγρία ἄρρην, Ps.-Dsc.4.190.
Greek Monolingual
κυνέα, ἡ (Α) κύων
είδος φυτού, η λινόζωστος αγρία άρρην, κν. σήμερα σκυλόχορτο.
ἡ, = λινόζωστις ἀγρία ἄρρην, Ps.-Dsc.4.190.
κυνέα, ἡ (Α) κύων
είδος φυτού, η λινόζωστος αγρία άρρην, κν. σήμερα σκυλόχορτο.