κυνοβάτης
English (LSJ)
[ᾰ], (κύων VIII) with short, stiff fetlocks, of a horse, Hippiatr.115; of an ass, ib. 14.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνοβάτης: ἵππος, ὁ, ἔχων βραχέα καὶ τραχέα τὰ μεσοκύνια τῶν ποδῶν (κύων VII), Ἱππιατρ. σ. 262· παρ’ Ἡσυχ., κῠνοβάμων.
Greek Monolingual
κυνοβάτης, ὁ (AM)
ίππος, ή και όνος, που εκτείνει τους κυνήποδες μπροστά και που έχει απαλό και ανάλαφρο βάδισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακροβάτης, σχοινοβάτης.