κυνόμορον

English (LSJ)

τό, = κυνόσβατος, Gal.12.426; also, = ἀπόκυνον, Id.11.835.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνόμορον: τό, ὁ καρπὸς τῆς κυνοσβάτου, Γαλην.· ὡσαύτως = κυνοκράμβη, ὁ αὐτ. 13. 138.

Greek Monolingual

κυνόμορον, τὸ (Α)
1. ο καρπός της κυνοσβάτου
2. το φυτό απόκυνο, αλλ. κυνοκράμβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -μορον].

German (Pape)

τό, Hahnebutte, Frucht des κυνόσβατος.