κυριοπρασία

German (Pape)

[Seite 1536] ἡ, das Verkaufen des Herrn, K. S.

Greek Monolingual

κυριοπρασία, ἡ (Α)
το πούλημα του Κυρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κύριος + -πρασία (< πράτης από θ. πρα- του πιπράσκω), πρβλ. μισθοπρασία].