κυρωτικός
German (Pape)
[Seite 1538] bestätigend, bekräftigend, Clem. Al. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κῡρωτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπικυρῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀναιρετικός, Κλήμ. Ἀλ. 923 (κοινῶς: κυριωτική), κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κυρωτικός, -ή, -όν) κυρώ
αυτός που δίνει κύρος, νομική ισχύ, που επιφέρει κύρωση, επιβεβαιωτικός, επικυρωτικός («κυρωτικός νόμος»).