ἀναιρετικός

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναιρετικός Medium diacritics: ἀναιρετικός Low diacritics: αναιρετικός Capitals: ΑΝΑΙΡΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anairetikós Transliteration B: anairetikos Transliteration C: anairetikos Beta Code: a)nairetiko/s

English (LSJ)

ἀναιρετική, ἀναιρετικόν,
A destructive, Arist.Rh.1386a6; ἀναιρετικὸς τινος Ph.Fr.103 H.; ἀναιρετικὸς ἀλλήλων = mutually destructive, Plu.2.427e, Iamb.Myst.5.11; of plants, poisonous, Gal.14.57, Dsc.1.129; φάρμακα Men.Prot.p.47 D. Adv. ἀναιρετικῶς = negatively D.L.9.75.
2 Astrol., having the nature of ἀναιρέτης ΙΙ, Ptol.Tetr.127.

Spanish (DGE)

ἀναιρετική, ἀναιρετικόν
I 1destructor, aniquilador τὰ λυπηρά Arist.Rh.1386a6, νοσήματα Plu.2.918e, λήμματα Plu.2.427e, cf. Ph.Fr.p.103, Iambl.Myst.5.11, Horap.2.35
de argumentos y doctrinas, Origenes Cels.5.24, Clem.Al.Strom.8.5.15
gram. neutralizador de las partículas κεν y ἄν respecto al valor temporal pasado del verbo, Sch.D.T.292.3.
2 venenoso, mortífero de plantas, Gal.14.57, Dsc.1.129, φάρμακα Men.Prot.p.47, ζῷον Pall.H.Laus.18.10.
3 astrol. que señala el fin de la vida, mortal en el esquema del zodíaco, Balbillus en Cat.Cod.Astr.8(4).235, Ptol.Tetr.3.11.2.
II adv. ἀναιρετικῶς gram. negativamente op. θετικῶς del uso que los escépticos hacen del sintagma οὐ μᾶλλον, p. ej. οὐ μᾶλλον ἡ Σκύλλα γέγονεν ἢ ἡ Χίμαιρα D.L.9.75.

Léxico de magia

-όν subst. τὸ ἀναιρετικόν = fórmula para destruir ἐστὶ δὲ καὶ διάκοπος ... καὶ ἀναιρετικόν es también fórmula para separar y destruir P VII 430

German (Pape)

[Seite 189] ή, όν, vernichtend, zerstörend, Arist. rhet. 2, 8 u. Sp. – Adv. ἀναιρετικῶς, verneinend, Diog. L. 9, 11, 75.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
destructif.
Étymologie: ἀναιρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναιρετικός:
1 уничтожающий, разрушительный (τινος Arst., Plut.);
2 смертельный (νοσήματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναιρετικός: -ή, -όν, ὁ ἀναιρῶν, καταστρεπτικός, Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 8˙ ἀν. τινος Πλούτ. 2. 427Ε. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀρνητικῶς, Διογ. Λ. 9. 75.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀναιρετικός, -ή, -όν) ἀναιρῶ
ο σχετικός με την αναίρεση ή την ανασκευή
νεοελλ.
ικανός για αναίρεση αποφάσεως, ακυρωτικός
αρχ.
1. ικανός για καταστροφή, καταστρεπτικός
2. (για φάρμακα) δηλητηριώδης.