κυτίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, small chest, trunk, Sch.Ar.Pax665 (leg. κοιτίς).

German (Pape)

[Seite 1539] ίδος, ἡ (vgl. κύτος), kleiner Kasten, Kiste, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κῠτίς: -ίδος, (κύω) μικρὸν κυτίον, κιβώτιον, «κουτάκι», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 665 (ἔνθα διώρθωσε κυτίδα ἀντὶ κυτίδια ὁ Κοραῆς ἐν Ἡλιοδ. τ. 2, σ. 155).

Greek Monolingual

κυτίς, -ίδος, ἡ (Α) κύτος
μικρό κουτί, κουτάκι.