κωμαρχίδης
English (LSJ)
Comarchides patronymic (from κώμαρχος, κωμάρχης), Ar. Pax 1142.
Greek Monolingual
κωμαρχίδης, ὁ (Α) κωμάρχης
ο γιος του κωμάρχου.
Comarchides patronymic (from κώμαρχος, κωμάρχης), Ar. Pax 1142.
κωμαρχίδης, ὁ (Α) κωμάρχης
ο γιος του κωμάρχου.