κωμάρχης
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
Dor. κωμάρχας, ου, ὁ, (κώμη) comarch, leader of a village, head of a village, head man of a village, X.An.4.5.10, 24, al.codd., PRev.Laws40.3 (iii B.C.), D.H.4.14, IG12(1).128 (Rhodes), CIG3420 (Philadelphia), 3641b66 (Lampsacus), OGI527.10 (Hierapolis), etc.
German (Pape)
[Seite 1544] ὁ, Vorsteher eines Dorfes, Dorfschulze; Xen. An. 4, 5, 24; D. Hal. 4, 14.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
comarque, chef d'un village.
Étymologie: κώμη, ἄρχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κωμάρχης -ου, ὁ [κώμη, ἄρχω] dorpshoofd.
Russian (Dvoretsky)
κωμάρχης: ου ὁ комарх, деревенский староста Xen.
Greek (Liddell-Scott)
κωμάρχης: -ου, ὁ, (κώμη) ὁ προεστὼς χωρίου, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 10 καὶ 24, Διον. Ἁλ. 4. 14, Συλλ. Ἐπιγρ. 3420, 3641b. 66 (προσθῆκ.)· ― κώμαρχος, Πολυδ. Θ΄, 11· καὶ ἐντεῦθεν τὸ κωμ. πατρωνυμ. Κωμαρχίδης, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1142.
Greek Monolingual
κωμάρχης, -ου, ὁ (Α)
1. προεστός χωριού
2. (κατά τους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους στην Αίγυπτο) πολιτικός διοικητής που διηύθυνε την παροχή υδάτων για άρδευση και επόπτευε τη χορήγηση σπόρων και δανείων στους καλλιεργητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + -άρχης (πρβλ. λαμπαδάρχης, φαλαγγάρχης)].
Greek Monotonic
κωμάρχης: -ου, ὁ (κώμη, ἄρχω), άρχοντας, επικεφαλής χωριού, σε Ξεν.
Middle Liddell
κωμ-άρχης, ου, ὁ, κώμη, ἄρχω
the head man of a village, Xen.