κωφίας

English (LSJ)

-ου, ὁ, a burrowing snake, perhaps = τύφλωψ, Ael.NA8.13.

German (Pape)

[Seite 1547] ὁ, der Taube, eine Schlangenart, Hesych.; Ael. H. A. 8, 13.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
litt. le sourd ou le muet, sorte de serpent.
Étymologie: κωφός.

Greek (Liddell-Scott)

κωφίας: ου ὁ, = τυφλίνης ἢ τυφλῖνος ὄφις, κοινῶς τυφλίτης Αἰλ. π. Ζ. 8. 13.

Greek Monolingual

κωφίας, ὁ (Α)
είδος φιδιού, πιθ. ο τυφλίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωφός + κατάλ. -ίας (πρβλ. τυφλίας)].