κόμμωση
Greek Monolingual
η (AM κόμμωσις) κομμώ (II)]
ευτρεπισμός της κόμης, καλλωπισμός του κεφαλιού, καλλωπιστικό χτένισμα
νεοελλ.
είδος χτενίσματος.
η (AM κόμμωσις) κομμώ (II)]
ευτρεπισμός της κόμης, καλλωπισμός του κεφαλιού, καλλωπιστικό χτένισμα
νεοελλ.
είδος χτενίσματος.